Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δερμάτινος
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
δερματουργικός
δερματοφαγέω
δερματοφορέω
δερματοφόρος
δερματοχίτων
δερματόω
δερματώδης
δερμηστής
δερμόπτερος
δερμότυλον
δέρξις
δεροεργής
δέρος
δερριδόγομφος
δέρρις
Δέρρις
δερτόν
δέρτρον
View word page
δερμηστής
worm which eats skin

ShortDef

worm which eats skin

Debugging

Headword:
δερμηστής
Headword (normalized):
δερμηστής
Headword (normalized/stripped):
δερμηστης
IDX:
20473
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20474
Key:

Data

{'content': 'worm which eats skin'}