Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δερματικός
δερμάτινος
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
δερματουργικός
δερματοφαγέω
δερματοφορέω
δερματοφόρος
δερματοχίτων
δερματόω
δερματώδης
δερμηστής
δερμόπτερος
δερμότυλον
δέρξις
δεροεργής
δέρος
δερριδόγομφος
δέρρις
Δέρρις
δερτόν
View word page
δερματώδης
like skin

ShortDef

like skin

Debugging

Headword:
δερματώδης
Headword (normalized):
δερματώδης
Headword (normalized/stripped):
δερματωδης
IDX:
20472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20473
Key:

Data

{'content': 'like skin'}