Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δέρμα
δερματηρά
δερματικός
δερμάτινος
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
δερματουργικός
δερματοφαγέω
δερματοφορέω
δερματοφόρος
δερματοχίτων
δερματόω
δερματώδης
δερμηστής
δερμόπτερος
δερμότυλον
δέρξις
δεροεργής
δέρος
δερριδόγομφος
δέρρις
View word page
δερματοχίτων
wearing a leathern jerkin
ShortDef
wearing a leathern jerkin
Debugging
Headword:
δερματοχίτων
Headword (normalized):
δερματοχίτων
Headword (normalized/stripped):
δερματοχιτων
IDX:
20470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20471
Key:
Data
{'content': 'wearing a leathern jerkin'}