Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δέρκω
δέρμα
δερματηρά
δερματικός
δερμάτινος
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
δερματουργικός
δερματοφαγέω
δερματοφορέω
δερματοφόρος
δερματοχίτων
δερματόω
δερματώδης
δερμηστής
δερμόπτερος
δερμότυλον
δέρξις
δεροεργής
δέρος
δερριδόγομφος
View word page
δερματοφόρος
clothed in skins

ShortDef

clothed in skins

Debugging

Headword:
δερματοφόρος
Headword (normalized):
δερματοφόρος
Headword (normalized/stripped):
δερματοφορος
IDX:
20469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20470
Key:

Data

{'content': 'clothed in skins'}