Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Δερκυλίδας
δέρκω
δέρμα
δερματηρά
δερματικός
δερμάτινος
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
δερματουργικός
δερματοφαγέω
δερματοφορέω
δερματοφόρος
δερματοχίτων
δερματόω
δερματώδης
δερμηστής
δερμόπτερος
δερμότυλον
δέρξις
δεροεργής
δέρος
View word page
δερματοφορέω
wear a skin
ShortDef
wear a skin
Debugging
Headword:
δερματοφορέω
Headword (normalized):
δερματοφορέω
Headword (normalized/stripped):
δερματοφορεω
IDX:
20468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20469
Key:
Data
{'content': 'wear a skin'}