Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δέρκομαι
Δερκυλίδας
δέρκω
δέρμα
δερματηρά
δερματικός
δερμάτινος
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
δερματουργικός
δερματοφαγέω
δερματοφορέω
δερματοφόρος
δερματοχίτων
δερματόω
δερματώδης
δερμηστής
δερμόπτερος
δερμότυλον
δέρξις
δεροεργής
View word page
δερματοφαγέω
eat skin and all

ShortDef

eat skin and all

Debugging

Headword:
δερματοφαγέω
Headword (normalized):
δερματοφαγέω
Headword (normalized/stripped):
δερματοφαγεω
IDX:
20467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20468
Key:

Data

{'content': 'eat skin and all'}