Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δερκευνής
δέρκομαι
Δερκυλίδας
δέρκω
δέρμα
δερματηρά
δερματικός
δερμάτινος
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
δερματουργικός
δερματοφαγέω
δερματοφορέω
δερματοφόρος
δερματοχίτων
δερματόω
δερματώδης
δερμηστής
δερμόπτερος
δερμότυλον
δέρξις
View word page
δερματουργικός
of or for tanning leather

ShortDef

of or for tanning leather

Debugging

Headword:
δερματουργικός
Headword (normalized):
δερματουργικός
Headword (normalized/stripped):
δερματουργικος
IDX:
20466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20467
Key:

Data

{'content': 'of or for tanning leather'}