Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεριστήρ
δερκευνής
δέρκομαι
Δερκυλίδας
δέρκω
δέρμα
δερματηρά
δερματικός
δερμάτινος
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
δερματουργικός
δερματοφαγέω
δερματοφορέω
δερματοφόρος
δερματοχίτων
δερματόω
δερματώδης
δερμηστής
δερμόπτερος
δερμότυλον
View word page
δερματόπτερος
with wings of skin

ShortDef

with wings of skin

Debugging

Headword:
δερματόπτερος
Headword (normalized):
δερματόπτερος
Headword (normalized/stripped):
δερματοπτερος
IDX:
20465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20466
Key:

Data

{'content': 'with wings of skin'}