Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δέργμα
δεριστήρ
δερκευνής
δέρκομαι
Δερκυλίδας
δέρκω
δέρμα
δερματηρά
δερματικός
δερμάτινος
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
δερματουργικός
δερματοφαγέω
δερματοφορέω
δερματοφόρος
δερματοχίτων
δερματόω
δερματώδης
δερμηστής
δερμόπτερος
View word page
δερματομαλάκτης
currier

ShortDef

currier

Debugging

Headword:
δερματομαλάκτης
Headword (normalized):
δερματομαλάκτης
Headword (normalized/stripped):
δερματομαλακτης
IDX:
20464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20465
Key:

Data

{'content': 'currier'}