Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεραιοπέδη
δέργμα
δεριστήρ
δερκευνής
δέρκομαι
Δερκυλίδας
δέρκω
δέρμα
δερματηρά
δερματικός
δερμάτινος
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
δερματουργικός
δερματοφαγέω
δερματοφορέω
δερματοφόρος
δερματοχίτων
δερματόω
δερματώδης
δερμηστής
View word page
δερμάτινος
of skin, leathern

ShortDef

of skin, leathern

Debugging

Headword:
δερμάτινος
Headword (normalized):
δερμάτινος
Headword (normalized/stripped):
δερματινος
IDX:
20463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20464
Key:

Data

{'content': 'of skin, leathern'}