Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δέραιον
δεραιοπέδη
δέργμα
δεριστήρ
δερκευνής
δέρκομαι
Δερκυλίδας
δέρκω
δέρμα
δερματηρά
δερματικός
δερμάτινος
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
δερματουργικός
δερματοφαγέω
δερματοφορέω
δερματοφόρος
δερματοχίτων
δερματόω
δερματώδης
View word page
δερματικός
of skin, like skin

ShortDef

of skin, like skin

Debugging

Headword:
δερματικός
Headword (normalized):
δερματικός
Headword (normalized/stripped):
δερματικος
IDX:
20462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20463
Key:

Data

{'content': 'of skin, like skin'}