Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεράγχη
δεραγχής
δέραιον
δεραιοπέδη
δέργμα
δεριστήρ
δερκευνής
δέρκομαι
Δερκυλίδας
δέρκω
δέρμα
δερματηρά
δερματικός
δερμάτινος
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
δερματουργικός
δερματοφαγέω
δερματοφορέω
δερματοφόρος
δερματοχίτων
View word page
δέρμα
the skin, hide

ShortDef

the skin, hide

Debugging

Headword:
δέρμα
Headword (normalized):
δέρμα
Headword (normalized/stripped):
δερμα
IDX:
20460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20461
Key:

Data

{'content': 'the skin, hide'}