Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεράγκη
δεράγχη
δεραγχής
δέραιον
δεραιοπέδη
δέργμα
δεριστήρ
δερκευνής
δέρκομαι
Δερκυλίδας
δέρκω
δέρμα
δερματηρά
δερματικός
δερμάτινος
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
δερματουργικός
δερματοφαγέω
δερματοφορέω
δερματοφόρος
View word page
δέρκω
look upon, see

ShortDef

look upon, see

Debugging

Headword:
δέρκω
Headword (normalized):
δέρκω
Headword (normalized/stripped):
δερκω
IDX:
20459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20460
Key:

Data

{'content': 'look upon, see'}