Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δέπας
δεπαστραῖος
δεράγκη
δεράγχη
δεραγχής
δέραιον
δεραιοπέδη
δέργμα
δεριστήρ
δερκευνής
δέρκομαι
Δερκυλίδας
δέρκω
δέρμα
δερματηρά
δερματικός
δερμάτινος
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
δερματουργικός
δερματοφαγέω
View word page
δέρκομαι
to see clearly, see

ShortDef

to see clearly, see

Debugging

Headword:
δέρκομαι
Headword (normalized):
δέρκομαι
Headword (normalized/stripped):
δερκομαι
IDX:
20457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20458
Key:

Data

{'content': 'to see clearly, see'}