Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δέος
δέπας
δεπαστραῖος
δεράγκη
δεράγχη
δεραγχής
δέραιον
δεραιοπέδη
δέργμα
δεριστήρ
δερκευνής
δέρκομαι
Δερκυλίδας
δέρκω
δέρμα
δερματηρά
δερματικός
δερμάτινος
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
δερματουργικός
View word page
δερκευνής
sleeping with the eyes open
ShortDef
sleeping with the eyes open
Debugging
Headword:
δερκευνής
Headword (normalized):
δερκευνής
Headword (normalized/stripped):
δερκευνης
IDX:
20456
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20457
Key:
Data
{'content': 'sleeping with the eyes open'}