Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεόντως
δέος
δέπας
δεπαστραῖος
δεράγκη
δεράγχη
δεραγχής
δέραιον
δεραιοπέδη
δέργμα
δεριστήρ
δερκευνής
δέρκομαι
Δερκυλίδας
δέρκω
δέρμα
δερματηρά
δερματικός
δερμάτινος
δερματομαλάκτης
δερματόπτερος
View word page
δεριστήρ
horse-collar
ShortDef
horse-collar
Debugging
Headword:
δεριστήρ
Headword (normalized):
δεριστήρ
Headword (normalized/stripped):
δεριστηρ
IDX:
20455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20456
Key:
Data
{'content': 'horse-collar'}