Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δέον
δεόντως
δέος
δέπας
δεπαστραῖος
δεράγκη
δεράγχη
δεραγχής
δέραιον
δεραιοπέδη
δέργμα
δεριστήρ
δερκευνής
δέρκομαι
Δερκυλίδας
δέρκω
δέρμα
δερματηρά
δερματικός
δερμάτινος
δερματομαλάκτης
View word page
δέργμα
a look, glance

ShortDef

a look, glance

Debugging

Headword:
δέργμα
Headword (normalized):
δέργμα
Headword (normalized/stripped):
δεργμα
IDX:
20454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20455
Key:

Data

{'content': 'a look, glance'}