Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δέομαι
δέον
δεόντως
δέος
δέπας
δεπαστραῖος
δεράγκη
δεράγχη
δεραγχής
δέραιον
δεραιοπέδη
δέργμα
δεριστήρ
δερκευνής
δέρκομαι
Δερκυλίδας
δέρκω
δέρμα
δερματηρά
δερματικός
δερμάτινος
View word page
δεραιοπέδη
a collar
ShortDef
a collar
Debugging
Headword:
δεραιοπέδη
Headword (normalized):
δεραιοπέδη
Headword (normalized/stripped):
δεραιοπεδη
IDX:
20453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20454
Key:
Data
{'content': 'a collar'}