Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δεξίστρατος
δεξιτερός
δεξίωμα
δεξιώνυμος
δεξίωσις
δεξιωτικός
Δεξώ
δέομαι
δέον
δεόντως
δέος
δέπας
δεπαστραῖος
δεράγκη
δεράγχη
δεραγχής
δέραιον
δεραιοπέδη
δέργμα
δεριστήρ
δερκευνής
View word page
δέος
fear, alarm
ShortDef
fear, alarm
Debugging
Headword:
δέος
Headword (normalized):
δέος
Headword (normalized/stripped):
δεος
IDX:
20446
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20447
Key:
Data
{'content': 'fear, alarm'}