Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἰθρότοκος
αἴθυγμα
αἴθυια
αἰθυιόθρεπτος
αἰθυκτήρ
αἰθύσσω
αἴθω
Αἴθων
αἴθων
αἰθωπός
αἰκάλλω
αἰκάλος
ἀϊκή
αἰκία
αἰκίζω
αἴκισμα
αἰκισμός
αἰκιστικός
αἰκίστρια
αἶκλον
ἀϊκτήρ
View word page
αἰκάλλω
to flatter, wheedle, fondle

ShortDef

to flatter, wheedle, fondle

Debugging

Headword:
αἰκάλλω
Headword (normalized):
αἰκάλλω
Headword (normalized/stripped):
αικαλλω
IDX:
2043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2044
Key:

Data

{'content': 'to flatter, wheedle, fondle'}