Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δενδροφυέω
δενδροφυής
δενδρόφυτος
δενδρόω
δενδρυάζω
δενδρύφιον
δενδρώδης
δενδρών
δένδρωσις
δενδρῶτις
δεννάζω
δενναστός
δέννος
δεξαμενή
Δεξαμένη
δεξιά
Δεξιάδης
δεξιάζω
δεξιή
δεξίμηλος
δέξιμος
View word page
δεννάζω
to abuse, revile
ShortDef
to abuse, revile
Debugging
Headword:
δεννάζω
Headword (normalized):
δεννάζω
Headword (normalized/stripped):
δενναζω
IDX:
20411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20412
Key:
Data
{'content': 'to abuse, revile'}