Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δενδροφόρος
δενδροφυέω
δενδροφυής
δενδρόφυτος
δενδρόω
δενδρυάζω
δενδρύφιον
δενδρώδης
δενδρών
δένδρωσις
δενδρῶτις
δεννάζω
δενναστός
δέννος
δεξαμενή
Δεξαμένη
δεξιά
Δεξιάδης
δεξιάζω
δεξιή
δεξίμηλος
View word page
δενδρῶτις
wooded

ShortDef

wooded

Debugging

Headword:
δενδρῶτις
Headword (normalized):
δενδρῶτις
Headword (normalized/stripped):
δενδρωτις
IDX:
20410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20411
Key:

Data

{'content': 'wooded'}