Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δενδροφορία
δενδροφόρος
δενδροφυέω
δενδροφυής
δενδρόφυτος
δενδρόω
δενδρυάζω
δενδρύφιον
δενδρώδης
δενδρών
δένδρωσις
δενδρῶτις
δεννάζω
δενναστός
δέννος
δεξαμενή
Δεξαμένη
δεξιά
Δεξιάδης
δεξιάζω
δεξιή
View word page
δένδρωσις
growth into a tree

ShortDef

growth into a tree

Debugging

Headword:
δένδρωσις
Headword (normalized):
δένδρωσις
Headword (normalized/stripped):
δενδρωσις
IDX:
20409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20410
Key:

Data

{'content': 'growth into a tree'}