Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δενδροτόμος
δενδροτρόφος
δενδροφορέω
δενδροφορία
δενδροφόρος
δενδροφυέω
δενδροφυής
δενδρόφυτος
δενδρόω
δενδρυάζω
δενδρύφιον
δενδρώδης
δενδρών
δένδρωσις
δενδρῶτις
δεννάζω
δενναστός
δέννος
δεξαμενή
Δεξαμένη
δεξιά
View word page
δενδρύφιον
toy tree

ShortDef

toy tree

Debugging

Headword:
δενδρύφιον
Headword (normalized):
δενδρύφιον
Headword (normalized/stripped):
δενδρυφιον
IDX:
20406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20407
Key:

Data

{'content': 'toy tree'}