Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δενδροτομία
δενδροτόμος
δενδροτρόφος
δενδροφορέω
δενδροφορία
δενδροφόρος
δενδροφυέω
δενδροφυής
δενδρόφυτος
δενδρόω
δενδρυάζω
δενδρύφιον
δενδρώδης
δενδρών
δένδρωσις
δενδρῶτις
δεννάζω
δενναστός
δέννος
δεξαμενή
Δεξαμένη
View word page
δενδρυάζω
lurk, hide in the wood

ShortDef

lurk, hide in the wood

Debugging

Headword:
δενδρυάζω
Headword (normalized):
δενδρυάζω
Headword (normalized/stripped):
δενδρυαζω
IDX:
20405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20406
Key:

Data

{'content': 'lurk, hide in the wood'}