Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δενδροτομέω
δενδροτομία
δενδροτόμος
δενδροτρόφος
δενδροφορέω
δενδροφορία
δενδροφόρος
δενδροφυέω
δενδροφυής
δενδρόφυτος
δενδρόω
δενδρυάζω
δενδρύφιον
δενδρώδης
δενδρών
δένδρωσις
δενδρῶτις
δεννάζω
δενναστός
δέννος
δεξαμενή
View word page
δενδρόω
turn into a tree

ShortDef

turn into a tree

Debugging

Headword:
δενδρόω
Headword (normalized):
δενδρόω
Headword (normalized/stripped):
δενδροω
IDX:
20404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20405
Key:

Data

{'content': 'turn into a tree'}