Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δενδρότης
δενδροτομέω
δενδροτομία
δενδροτόμος
δενδροτρόφος
δενδροφορέω
δενδροφορία
δενδροφόρος
δενδροφυέω
δενδροφυής
δενδρόφυτος
δενδρόω
δενδρυάζω
δενδρύφιον
δενδρώδης
δενδρών
δένδρωσις
δενδρῶτις
δεννάζω
δενναστός
δέννος
View word page
δενδρόφυτος
planted with trees

ShortDef

planted with trees

Debugging

Headword:
δενδρόφυτος
Headword (normalized):
δενδρόφυτος
Headword (normalized/stripped):
δενδροφυτος
IDX:
20403
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20404
Key:

Data

{'content': 'planted with trees'}