Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δενδρομαλάχη
δένδρον
δενδροπήμων
δενδρότης
δενδροτομέω
δενδροτομία
δενδροτόμος
δενδροτρόφος
δενδροφορέω
δενδροφορία
δενδροφόρος
δενδροφυέω
δενδροφυής
δενδρόφυτος
δενδρόω
δενδρυάζω
δενδρύφιον
δενδρώδης
δενδρών
δένδρωσις
δενδρῶτις
View word page
δενδροφόρος
bearing trees

ShortDef

bearing trees

Debugging

Headword:
δενδροφόρος
Headword (normalized):
δενδροφόρος
Headword (normalized/stripped):
δενδροφορος
IDX:
20400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20401
Key:

Data

{'content': 'bearing trees'}