Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δενδρολίβανον
δενδρομαλάχη
δένδρον
δενδροπήμων
δενδρότης
δενδροτομέω
δενδροτομία
δενδροτόμος
δενδροτρόφος
δενδροφορέω
δενδροφορία
δενδροφόρος
δενδροφυέω
δενδροφυής
δενδρόφυτος
δενδρόω
δενδρυάζω
δενδρύφιον
δενδρώδης
δενδρών
δένδρωσις
View word page
δενδροφορία
carrying of trees

ShortDef

carrying of trees

Debugging

Headword:
δενδροφορία
Headword (normalized):
δενδροφορία
Headword (normalized/stripped):
δενδροφορια
IDX:
20399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20400
Key:

Data

{'content': 'carrying of trees'}