Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγαθοδοσία
ἀγαθοδότης
ἀγαθοειδής
ἀγαθοεργέω
ἀγαθοεργία
ἀγαθοεργός
ἀγαθοθέλεια
ἀγαθοθελής
Ἀγαθοκλῆς
ἀγαθολογέω
ἀγαθοποιέω
ἀγαθοποίησις
ἀγαθοποιία
ἀγαθοποιός
ἀγαθός
ἀγαθοσύμβουλος
ἀγαθότης
ἀγαθοτυχέω
ἀγαθοφανής
ἀγαθοφόρος
ἀγαθόφρων
View word page
ἀγαθοποιέω
to do good

ShortDef

to do good

Debugging

Headword:
ἀγαθοποιέω
Headword (normalized):
ἀγαθοποιέω
Headword (normalized/stripped):
αγαθοποιεω
IDX:
203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-204
Key:

Data

{'content': 'to do good'}