Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δενδροκόπος
δενδρολάχανα
δενδρολίβανον
δενδρομαλάχη
δένδρον
δενδροπήμων
δενδρότης
δενδροτομέω
δενδροτομία
δενδροτόμος
δενδροτρόφος
δενδροφορέω
δενδροφορία
δενδροφόρος
δενδροφυέω
δενδροφυής
δενδρόφυτος
δενδρόω
δενδρυάζω
δενδρύφιον
δενδρώδης
View word page
δενδροτρόφος
rearing trees
ShortDef
rearing trees
Debugging
Headword:
δενδροτρόφος
Headword (normalized):
δενδροτρόφος
Headword (normalized/stripped):
δενδροτροφος
IDX:
20397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20398
Key:
Data
{'content': 'rearing trees'}