Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δενδροκόπιον
δενδροκόπος
δενδρολάχανα
δενδρολίβανον
δενδρομαλάχη
δένδρον
δενδροπήμων
δενδρότης
δενδροτομέω
δενδροτομία
δενδροτόμος
δενδροτρόφος
δενδροφορέω
δενδροφορία
δενδροφόρος
δενδροφυέω
δενδροφυής
δενδρόφυτος
δενδρόω
δενδρυάζω
δενδρύφιον
View word page
δενδροτόμος
cutting down trees

ShortDef

cutting down trees

Debugging

Headword:
δενδροτόμος
Headword (normalized):
δενδροτόμος
Headword (normalized/stripped):
δενδροτομος
IDX:
20396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20397
Key:

Data

{'content': 'cutting down trees'}