Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δενδροκόμος
δενδροκοπέω
δενδροκόπιον
δενδροκόπος
δενδρολάχανα
δενδρολίβανον
δενδρομαλάχη
δένδρον
δενδροπήμων
δενδρότης
δενδροτομέω
δενδροτομία
δενδροτόμος
δενδροτρόφος
δενδροφορέω
δενδροφορία
δενδροφόρος
δενδροφυέω
δενδροφυής
δενδρόφυτος
δενδρόω
View word page
δενδροτομέω
to lay waste a country

ShortDef

to lay waste a country

Debugging

Headword:
δενδροτομέω
Headword (normalized):
δενδροτομέω
Headword (normalized/stripped):
δενδροτομεω
IDX:
20394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20395
Key:

Data

{'content': 'to lay waste a country'}