Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δενδρόκομος
δενδροκόμος
δενδροκοπέω
δενδροκόπιον
δενδροκόπος
δενδρολάχανα
δενδρολίβανον
δενδρομαλάχη
δένδρον
δενδροπήμων
δενδρότης
δενδροτομέω
δενδροτομία
δενδροτόμος
δενδροτρόφος
δενδροφορέω
δενδροφορία
δενδροφόρος
δενδροφυέω
δενδροφυής
δενδρόφυτος
View word page
δενδρότης
growth of trees

ShortDef

growth of trees

Debugging

Headword:
δενδρότης
Headword (normalized):
δενδρότης
Headword (normalized/stripped):
δενδροτης
IDX:
20393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20394
Key:

Data

{'content': 'growth of trees'}