Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δενδροκομικός
δενδρόκομος
δενδροκόμος
δενδροκοπέω
δενδροκόπιον
δενδροκόπος
δενδρολάχανα
δενδρολίβανον
δενδρομαλάχη
δένδρον
δενδροπήμων
δενδρότης
δενδροτομέω
δενδροτομία
δενδροτόμος
δενδροτρόφος
δενδροφορέω
δενδροφορία
δενδροφόρος
δενδροφυέω
δενδροφυής
View word page
δενδροπήμων
blasting trees

ShortDef

blasting trees

Debugging

Headword:
δενδροπήμων
Headword (normalized):
δενδροπήμων
Headword (normalized/stripped):
δενδροπημων
IDX:
20392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20393
Key:

Data

{'content': 'blasting trees'}