Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δενδροκόμης
δενδροκομικός
δενδρόκομος
δενδροκόμος
δενδροκοπέω
δενδροκόπιον
δενδροκόπος
δενδρολάχανα
δενδρολίβανον
δενδρομαλάχη
δένδρον
δενδροπήμων
δενδρότης
δενδροτομέω
δενδροτομία
δενδροτόμος
δενδροτρόφος
δενδροφορέω
δενδροφορία
δενδροφόρος
δενδροφυέω
View word page
δένδρον
a tree

ShortDef

a tree

Debugging

Headword:
δένδρον
Headword (normalized):
δένδρον
Headword (normalized/stripped):
δενδρον
IDX:
20391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20392
Key:

Data

{'content': 'a tree'}