Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δενδροέθειρα
δενδροειδής
δενδροκολάπτης
δενδροκόμης
δενδροκομικός
δενδρόκομος
δενδροκόμος
δενδροκοπέω
δενδροκόπιον
δενδροκόπος
δενδρολάχανα
δενδρολίβανον
δενδρομαλάχη
δένδρον
δενδροπήμων
δενδρότης
δενδροτομέω
δενδροτομία
δενδροτόμος
δενδροτρόφος
δενδροφορέω
View word page
δενδρολάχανα
tall-growing potherbs

ShortDef

tall-growing potherbs

Debugging

Headword:
δενδρολάχανα
Headword (normalized):
δενδρολάχανα
Headword (normalized/stripped):
δενδρολαχανα
IDX:
20388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20389
Key:

Data

{'content': 'tall-growing potherbs'}