Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δενδροβατέω
δενδροέθειρα
δενδροειδής
δενδροκολάπτης
δενδροκόμης
δενδροκομικός
δενδρόκομος
δενδροκόμος
δενδροκοπέω
δενδροκόπιον
δενδροκόπος
δενδρολάχανα
δενδρολίβανον
δενδρομαλάχη
δένδρον
δενδροπήμων
δενδρότης
δενδροτομέω
δενδροτομία
δενδροτόμος
δενδροτρόφος
View word page
δενδροκόπος
woodcutter

ShortDef

woodcutter

Debugging

Headword:
δενδροκόπος
Headword (normalized):
δενδροκόπος
Headword (normalized/stripped):
δενδροκοπος
IDX:
20387
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20388
Key:

Data

{'content': 'woodcutter'}