Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροέθειρα
δενδροειδής
δενδροκολάπτης
δενδροκόμης
δενδροκομικός
δενδρόκομος
δενδροκόμος
δενδροκοπέω
δενδροκόπιον
δενδροκόπος
δενδρολάχανα
δενδρολίβανον
δενδρομαλάχη
δένδρον
δενδροπήμων
δενδρότης
δενδροτομέω
δενδροτομία
δενδροτόμος
View word page
δενδροκόπιον
tree-cutting

ShortDef

tree-cutting

Debugging

Headword:
δενδροκόπιον
Headword (normalized):
δενδροκόπιον
Headword (normalized/stripped):
δενδροκοπιον
IDX:
20386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20387
Key:

Data

{'content': 'tree-cutting'}