Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δενδριακός
δενδρίζω
δενδρικός
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροέθειρα
δενδροειδής
δενδροκολάπτης
δενδροκόμης
δενδροκομικός
δενδρόκομος
δενδροκόμος
δενδροκοπέω
δενδροκόπιον
δενδροκόπος
δενδρολάχανα
δενδρολίβανον
δενδρομαλάχη
δένδρον
δενδροπήμων
δενδρότης
View word page
δενδρόκομος
grown with wood

ShortDef

grown with wood

Debugging

Headword:
δενδρόκομος
Headword (normalized):
δενδρόκομος
Headword (normalized/stripped):
δενδροκομος
IDX:
20383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20384
Key:

Data

{'content': 'grown with wood'}