Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίζω
δενδρικός
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροέθειρα
δενδροειδής
δενδροκολάπτης
δενδροκόμης
δενδροκομικός
δενδρόκομος
δενδροκόμος
δενδροκοπέω
δενδροκόπιον
δενδροκόπος
δενδρολάχανα
δενδρολίβανον
δενδρομαλάχη
δένδρον
View word page
δενδροκόμης
tree-covered

ShortDef

tree-covered

Debugging

Headword:
δενδροκόμης
Headword (normalized):
δενδροκόμης
Headword (normalized/stripped):
δενδροκομης
IDX:
20381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20382
Key:

Data

{'content': 'tree-covered'}