Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίζω
δενδρικός
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροέθειρα
δενδροειδής
δενδροκολάπτης
δενδροκόμης
δενδροκομικός
δενδρόκομος
δενδροκόμος
δενδροκοπέω
δενδροκόπιον
δενδροκόπος
δενδρολάχανα
δενδρολίβανον
δενδρομαλάχη
View word page
δενδροκολάπτης
woodpecker
ShortDef
woodpecker
Debugging
Headword:
δενδροκολάπτης
Headword (normalized):
δενδροκολάπτης
Headword (normalized/stripped):
δενδροκολαπτης
IDX:
20380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20381
Key:
Data
{'content': 'woodpecker'}