Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δενδίλλω
δενδραῖος
δενδράς
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίζω
δενδρικός
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροέθειρα
δενδροειδής
δενδροκολάπτης
δενδροκόμης
δενδροκομικός
δενδρόκομος
δενδροκόμος
δενδροκοπέω
δενδροκόπιον
δενδροκόπος
View word page
δενδροβατέω
to climb trees

ShortDef

to climb trees

Debugging

Headword:
δενδροβατέω
Headword (normalized):
δενδροβατέω
Headword (normalized/stripped):
δενδροβατεω
IDX:
20377
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20378
Key:

Data

{'content': 'to climb trees'}