Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δενδαλίς
δενδίλλω
δενδραῖος
δενδράς
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίζω
δενδρικός
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροέθειρα
δενδροειδής
δενδροκολάπτης
δενδροκόμης
δενδροκομικός
δενδρόκομος
δενδροκόμος
δενδροκοπέω
δενδροκόπιον
View word page
δενδρίτης
of a tree
ShortDef
of a tree
Debugging
Headword:
δενδρίτης
Headword (normalized):
δενδρίτης
Headword (normalized/stripped):
δενδριτης
IDX:
20376
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20377
Key:
Data
{'content': 'of a tree'}