Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δέμω
δενδαλίς
δενδίλλω
δενδραῖος
δενδράς
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίζω
δενδρικός
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροέθειρα
δενδροειδής
δενδροκολάπτης
δενδροκόμης
δενδροκομικός
δενδρόκομος
δενδροκόμος
δενδροκοπέω
View word page
δενδρικός
of a tree

ShortDef

of a tree

Debugging

Headword:
δενδρικός
Headword (normalized):
δενδρικός
Headword (normalized/stripped):
δενδρικος
IDX:
20375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20376
Key:

Data

{'content': 'of a tree'}