Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δεμνιοτήρης
δέμω
δενδαλίς
δενδίλλω
δενδραῖος
δενδράς
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίζω
δενδρικός
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροέθειρα
δενδροειδής
δενδροκολάπτης
δενδροκόμης
δενδροκομικός
δενδρόκομος
δενδροκόμος
View word page
δενδρίζω
to be like a tree

ShortDef

to be like a tree

Debugging

Headword:
δενδρίζω
Headword (normalized):
δενδρίζω
Headword (normalized/stripped):
δενδριζω
IDX:
20374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20375
Key:

Data

{'content': 'to be like a tree'}