Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δέμας
δεμελέας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δενδαλίς
δενδίλλω
δενδραῖος
δενδράς
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίζω
δενδρικός
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροέθειρα
δενδροειδής
δενδροκολάπτης
δενδροκόμης
View word page
δένδρεον
a tree
ShortDef
a tree
Debugging
Headword:
δένδρεον
Headword (normalized):
δένδρεον
Headword (normalized/stripped):
δενδρεον
IDX:
20371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20372
Key:
Data
{'content': 'a tree'}