Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δέμα
δέμας
δεμελέας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δενδαλίς
δενδίλλω
δενδραῖος
δενδράς
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίζω
δενδρικός
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροέθειρα
δενδροειδής
δενδροκολάπτης
View word page
δενδρεόθρεπτος
nourishing trees

ShortDef

nourishing trees

Debugging

Headword:
δενδρεόθρεπτος
Headword (normalized):
δενδρεόθρεπτος
Headword (normalized/stripped):
δενδρεοθρεπτος
IDX:
20370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20371
Key:

Data

{'content': 'nourishing trees'}