Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δελφύς
δέμα
δέμας
δεμελέας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δενδαλίς
δενδίλλω
δενδραῖος
δενδράς
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίζω
δενδρικός
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροέθειρα
δενδροειδής
View word page
δενδράς
wooded

ShortDef

wooded

Debugging

Headword:
δενδράς
Headword (normalized):
δενδράς
Headword (normalized/stripped):
δενδρας
IDX:
20369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20370
Key:

Data

{'content': 'wooded'}