Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δέλφος
δελφύς
δέμα
δέμας
δεμελέας
δέμνιον
δεμνιοτήρης
δέμω
δενδαλίς
δενδίλλω
δενδραῖος
δενδράς
δενδρεόθρεπτος
δένδρεον
δενδρήεις
δενδριακός
δενδρίζω
δενδρικός
δενδρίτης
δενδροβατέω
δενδροέθειρα
View word page
δενδραῖος
produced by trees

ShortDef

produced by trees

Debugging

Headword:
δενδραῖος
Headword (normalized):
δενδραῖος
Headword (normalized/stripped):
δενδραιος
IDX:
20368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-20369
Key:

Data

{'content': 'produced by trees'}